Home Page > Αξιοθέατα > Το Γεφύρι της Άρτας

Το Γεφύρι της Άρτας

Το θρυλικό γεφύρι της Άρτας βρίσκεται στην είσοδο της πόλης και συνδέει τις δύο όχθες του ποταμού Άραχθου.

Το θρυλικό γεφύρι της Άρτας βρίσκεται στην είσοδο της πόλης και συνδέει τις δύο όχθες του ποταμού Άραχθου.
Είναι το πιο ξακουστό γεφύρι της Ελλάδας, τόσο για την αρχιτεκτονική του όσο και για τους θρύλους που συνδέονται με την κατασκευή του.
Πιθανολογείται ότι τα πρώτα έργα για τη θεμελίωσή του έγιναν τον 3ο αιώνα π.Χ., κατά τη θητεία του βασιλιά Πύρρου Α΄.
Η σημερινή του μορφή είναι αποτέλεσμα πολλών ανακατασκευών και επεμβάσεων, με τελευταίες αυτές που έγιναν επί Τουρκοκρατίας, όταν το 1612 γκρεμίστηκε η μεγάλη καμάρα και χρειάστηκε να ξαναχτιστεί.

Το χτίσιμο της μεγάλης καμάρας συνδέεται με τον θρύλο που θέλει τη γυναίκα του πρωτομάστορα να θυσιάζεται για να στεριώσει το γεφύρι. Κατά την παράδοση, το γεφύρι γκρεμιζόταν λίγες ώρες μετά την κατασκευή του, χωρίς προφανή λόγο. Εμφανίστηκε λοιπόν ένα πουλί, το οποίο είπε πως για να λυθεί το πρόβλημα θα έπρεπε να θυσιαστεί η όμορφη γυναίκα του πρωτομάστορα. Το πασίγνωστο παραδοσιακό τραγούδι «Της Άρτας το Γιοφύρι» περιγράφει λεπτομερώς όλη την ιστορία.
Πίσω από τον θρύλο, όμως, κρύβεται σύμφωνα με τους ερευνητές μια ιστορική αλήθεια: Οι Τούρκοι διέταξαν την ανακατασκευή της γέφυρας επειδή ήθελαν να περάσει ο στρατός τους στην απέναντι όχθη του ποταμού.
Οι ντόπιοι προσφέρθηκαν να βοηθήσουν ελπίζοντας ότι θα κερδίσουν την εύνοιά τους. Όταν όμως πληροφορήθηκαν τις προθέσεις των Τούρκων, πήγαιναν τη νύχτα και γκρέμιζαν ό,τι οι ίδιοι είχαν φτιάξει την ημέρα. Οι Τούρκοι προβληματίστηκαν για την αργοπορία του έργου και ζήτησαν εξηγήσεις. Οι ντόπιοι για να δικαιολογηθούν ισχυρίστηκαν ότι το γεφύρι ήταν στοιχειωμένο, με την ελπίδα ότι οι Τούρκοι δεν θα περνούσαν από εκεί. Όμως ο Τούρκος διοικητής, οργισμένος από την κοροϊδία, διέταξε τη σύλληψη του πρωτομάστορα και της γυναίκας του και τη θανάτωσή τους.
Όταν οι ντόπιοι έμαθαν τις εξελίξεις φοβήθηκαν και ολοκλήρωσαν τις εργασίες. Καταράστηκαν όποιον διέσχιζε το γεφύρι, οι κατάρες τους, όμως, μετατράπηκαν σε ευχές μετά την επανάσταση του 1821, όταν ήλπιζαν στην απελευθέρωση του Έθνους από τον Ελληνικό στρατό.

Ο πλάτανος βρίσκεται στην αριστερή όχθη του ποταμού Αράχθου, δίπλα από το ιστορικό Γεφύρι της Άρτας. Πρόκειται για ένα δέντρο ηλικίας περίπου 350 ετών με ύψος 10 μέτρα και περίμετρο 13,45 μέτρα
Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, σύμφωνα με τη Βικιπαίδεια, ο πλάτανος της Άρτας μαζί με την πλατεία Μονοπωλείου υπήρξαν τόποι εκτέλεσης αιχμαλώτων και αμάχων όπως μαρτυρούν και οι ακέφαλοι σκελετοί που βρέθηκαν στις ανασκαφές. Η επιλογή της πλατείας και του πλατάνου στη γέφυρα της Άρτας, είχε να κάνει με το γεγονός ότι αποτελούσαν πολυσύχναστα μέρη και η θέα των νεκρών λειτουργούσε παραδειγματικά για τους υπόδουλους Έλληνες.
Αξιοσημείωτο είναι το περιστατικό με πρωταγωνιστή τον Βασιλέα Γεώργιο τον Α΄, ο οποίος επισκέφθηκε την Άρτα στις 16 Σεπτεμβρίου 1881. Η υποδοχή υπήρξε θερμή και τις απογευματινές ώρες της ίδιας ημέρας ο βασιλιάς επιθεώρησε τις μονάδες που είχαν στρατοπεδεύσει στο κάστρο της Άρτας ενώ την επόμενη ημέρα επισκέφθηκε τη γέφυρα της Άρτας και απέδωσε χαιρετισμό στον Τούρκο διοικητή Αλή Ριζά Μπέη και μετά σκάλισε το όνομα του στον γέρικο πλάτανο και μαζί με τους αξιωματικούς, σχημάτισε έναν ανθρώπινο κύκλο γύρω από το δέντρο.

Ο πλάτανος στη λαϊκή παράδοση
Σύμφωνα με την παράδοση, ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων, καθόταν κάτω από τον πλάτανο και έβλεπε τους κρεμασμένους Έλληνες, τους οποίους ο ίδιος είχε καταδικάσει σε θάνατο διά απαγχονισμού ενώ λέγεται επίσης ότι το δέντρο αποτελούσε και στόχο σκοποβολής του ίδιου του Αλή Πασά πριν από κάποια επιδρομή κατά των Σουλιωτών, γεγονός στο οποίο βασίστηκε και το δημοτικό τραγούδι «Τ’ έχεις καημένε πλάτανε και στέκεις μαραμένος με τις ριζούλες στο νερό και πάλι μαραμένος; Παιδιά μ’ σαν με ρωτήσατε, να σας το μολογήσω. Αλή πασάς επέρασε με δεκοχτώ χιλιάδες. Κι όλοι στον ίσκιο μ’ έκατσαν, εκάτσαν στη δροσιά μου κι όλοι σημάδι μ’ έβαλαν, κι όλοι με τουφεκίσαν. Μου κόψαν τα κλωνάρια μου, μαράθηκ’ η καρδιά μου κι αυτός ο γερ’-Αλή πασάς μου ρίχνει στην καρδιά μου.»

Της Άρτας το Γιοφύρι
Αυτό είναι το πανελλήνια γνωστό δημοτικό τραγούδι του γιοφυριού της Άρτας:

Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες
γιοφύρι εθεμέλιωναν στης Άρτας το ποτάμι.
Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν.
Μοιριολογούν οι μάστοροι και κλαιν οι μαθητάδες:
“Αλοίμονο στούς κόπους μας, κρίμα στις δούλεψές μας,
ολημερίς να χτίζουμε το βράδυ να γκρεμιέται.”
Πουλάκι εδιάβη κι έκατσε αντίκρυ στό ποτάμι,
δεν εκελάηδε σαν πουλί, μηδέ σαν χηλιδόνι,
παρά εκελάηδε κι έλεγε ανθρωπινή λαλίτσα:
“Αν δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει,
και μη στοιχειώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη,
παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα,
που έρχεται αργά τ’ αποταχύ και πάρωρα το γιόμα.”
Τ’ άκουσ’ ο πρωτομάστορας και του θανάτου πέφτει
Πιάνει, μηνάει της λυγερής με το πουλί τ’ αηδόνι:
Αργά ντυθεί, αργά αλλαχτεί, αργά να πάει το γιόμα,
αργά να πάει και να διαβεί της Άρτας το γιοφύρι.
Και το πουλι παράκουσε κι αλλιώς επήγε κι είπε:
“Γοργά ντύσου, γοργά άλλαξε, γοργά να πας το γιόμα,
γοργά να πας και να διαβείς της Άρτας το γιοφύρι.”

Να τηνε κι εξαναφανεν από την άσπρην στράτα.
Την είδ’ ο πρωτομάστορας, ραγίζεται η καρδιά του.
Από μακριά τους χαιρετά κι από κοντά τους λέει:
“Γειά σας, χαρά σας, μάστοροι και σεις οι μαθητάδες,
μα τι έχει ο πρωτομάστορας και είναι βαργιομισμένος;
“Το δαχτυλίδι το ‘πεσε στην πρώτη την καμάρα,
και ποιος να μπει, και ποιος να βγει, το δαχτυλίδι νά ‘βρει;”
“Μάστορα, μην πικραίνεσαι κι εγώ να πά σ’ το φέρω,
εγώ να μπω, κι εγώ να βγω, το δαχτυλίδι νά ‘βρω.”
Μηδέ καλά εκατέβηκε, μηδέ στη μέση επήγε,
“Τράβα, καλέ μ’ τον άλυσο, τράβα την αλυσίδα
τι όλον τον κόσμο ανάγειρα και τίποτες δεν ήβρα.”

Ένας πηχάει με το μυστρί κι άλλος με τον ασβέστη,
παίρνει κι ο πρωτομάστορας και ρίχνει μέγα λίθο.
“Αλίμονο στη μοίρα μας, κρίμα στο ριζικό μας!
Τρεις αδελφάδες ήμαστε, κι οι τρεις κακογραμμένες,
η μια ‘χτισε τον Δούναβη, κι η άλλη τον Αφράτη
κι εγώ η πλιό στερνότερη της Άρτας το γιοφύρι.
Ως τρέμει το καρυόφυλλο, να τρέμει το γιοφύρι,
κι ως πέφτουν τα δεντρόφυλλα, να πέφτουν οι διαβάτες.”

“Κόρη, τον λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε,
πο ‘χεις μονάκριβο αδελφό, μη λάχει και περάσει.”
Κι αυτή το λόγον άλλαζε κι άλλη κατάρα δίνει:
“Αν τρέμουν τ’ άγρια βουνά, να τρέμει το γιοφύρι,
κι αν πέφτουν τ’ άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάτες,
τί έχω αδελφό στην ξενιτιά, μη λάχει και περάσει.

— Δημοτικό τραγούδι